- καρπαζώνω
- καρπάζωσα, καρπαζώθηκα, καρπαζωμένος, δίνω σε κάποιον καρπαζιές: Τον καρπάζωσα κι έγινε λαγός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρπαζώνω — καρπαζώνω, καρπάζωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρπαζώνω — [καρπαζιά] χτυπώ κάποιον με καρπαζιές … Dictionary of Greek
καρπάζωμα — το [καρπαζώνω] το να καρπαζώνει κανείς ή να καρπαζώνεται … Dictionary of Greek
κατραπακιάζω — και κατραπακίζω κατραπάκιασα και κατραπάκισα, κατραπακιάστηκα και κατραπακίστηκα, κατραπακιασμένος και κατραπακισμένος, δίνω κατραπακιές, καρπαζώνω: Τον κατραπάκιασε τον άντρα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)